ὀροβάγχη

ὀροβάγχη
ὀροβάγχη or [full] ὀροβάκχη (as Hsch. writes it, cf. v.l. in Gp.2.42.1), ,
A dodder, Cuscuta europaea, Thphr.HP8.8.4, Gp.2.43.
II chokefitch, Orobanche crenata, Dsc.2.142, Gp.2.42.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οροβάγχη — και οροβάκχη, η (ΑΜ ὀροβάγχη και ὀροβάκχη) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών παρασιτικών φυτών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια οροβαγχίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 140 περίπου είδη… …   Dictionary of Greek

  • οροβαγχίδες — (Orobanchaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των σωληνανθών, που περιλαμβάνει φυτά χωρίς χλωροφύλλη. Είναι φυτά σαρκώδη, που ζουν παρασιτικά στις ρίζες άλλων χλωροφυλλούχων φυτών. Έχουν φύλλα ατροφικά, λεπιοειδή και άνθη σε διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • orobanca — (Del gr. orobankhe.) ► sustantivo femenino BOTÁNICA Planta anual, que vive parásita sobre las raíces de plantas diversas, tiene la corola con dos labios bien diferenciados y flores axilares que se encuentran agrupadas en el extremo del tallo.… …   Enciclopedia Universal

  • ειμόδωρον — λειμόδωρον, τὸ (Α) ονομασία τού φυτού οροβάγχη …   Dictionary of Greek

  • θυρσίνη — θυρσίνη, ἡ (Α) [θύρσος] το φυτό οροβάγχη* …   Dictionary of Greek

  • κυνομόριον — κυνομόριον, τὸ (Α) το φυτὸ οροβάγχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μόρον «βατόμουρο»] …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

  • λεόντειος — α, ο (AM λεόντειος, εία, ον, Α θηλ. και ος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιοντάρι, λιονταρήσιος («δέρμα λεόντειον», Θεόκρ.) νεοελλ. 1. αυτός που η ίδρυσή του ανάγεται στον πάπα Λεόντιο ΙΓ («λεόντειος σχολή») 2. φρ. α) «λεόντειος εταιρεία»… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • οσπρολέων — ὀσπρολέων και, δ. γρφ., ὀσπριολέων, ὁ (Μ) η οροβάγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσπριον / ὄσπρος + λέων] …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”